αμελέτητος

αμελέτητος
-η -ο (Α ἀμελέτητος, -ον)
αυτός που δεν μελέτησε, δεν προετοιμάστηκε, αδιάβαστος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μελετήθηκε, δεν υπολογίστηκε με ακρίβεια ή δεν καταστρώθηκε λεπτομερώς
2. ως ουσιαστικό ευφημιστικό για κάτι που δεν μπορεί να κατονομάσει κανείς από δεισιδαιμονία, πρόληψη ή ντροπή και ειδικά: α) (το αρσ.) ο αμελέτητος
ο διάβολος
β) (το θηλυκό) η αμελέτητη
η ασθένεια ευλογιά ή και ελονοσία
γ) (το ουδέτερο στον ενικό) το αμελέτητο
το ποντίκι, το αγγούρι, το σκόρδο, το ραπάνι, το ξίδι και οι ασθένειες άνθρακας, έρπης, επιληψία, καρκίνος
δ) (το ουδ. στον πληθ.) τα αμελέτητα
οι όρχεις
αρχ.
1. (για άλογα) ανάσκητος, αγύμναστος
2. επίρρ. ἀμελετήτως ἔχω
είμαι αμελέτητος, απροετοίμαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μελετῶ.
ΠΑΡ. ἀμελετησία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀμελέτητος — unpractised masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμελέτητος — η, ο 1. αυτός που δε μελέτησε: Πήγε πάλι στο σχολείο αμελέτητος. 2. αυτός που δε μελετήθηκε, που δεν προετοιμάστηκε: Η επιχείρηση απέτυχε, γιατί ήταν αμελέτητη. 3. το ουδ. ως ουσ., το αμελέτητο ιδιαίτερα στον πληθ., τα αμελέτητα χρησιμοποιείται… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμελετήτως — ἀμελέτητος unpractised adverbial ἀμελέτητος unpractised masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμελέτητον — ἀμελέτητος unpractised masc/fem acc sg ἀμελέτητος unpractised neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμελετήτοις — ἀμελέτητος unpractised masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμελετήτου — ἀμελέτητος unpractised masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμελετήτους — ἀμελέτητος unpractised masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμελετήτων — ἀμελέτητος unpractised masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμελετήτῳ — ἀμελέτητος unpractised masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμελέτητα — ἀμελέτητος unpractised neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”